Πόση υποκειμενικότητα χωράει στη μετάφραση;
Σε κάθε επάγγελμα, επιστήμη, δραστηριότητα υπάρχουν κανόνες. Κάποιοι κανόνες είναι γενικά θεσπισμένοι και αποδεκτοί, κάποιοι όχι. Υπάρχουν βέβαια και οι άγραφοι κανόνες ή η εταιρική πολιτική/κουλτούρα, η σχολή σκέψης για την επιστήμη, και άλλα ίσως, αλλά και η προσωπικότητα κάθε ατόμου που υπεισέρχονται στη διαδικασία.
Για να δούμε τι γίνεται με το επάγγελμα και το έργο του μεταφραστή. Τα χαρακτηριστικά μιας μετάφρασης, αυτά που αναγνωρίζονται αμέσως και με βάση τα οποία γίνεται και η αξιολόγησή της, είναι πολλά. Από τη μία πλευρά, είναι η ορθογραφία, η γραμματική και η σύνταξη που μπορούν, γενικά, να προσεγγιστούν με αντικειμενικό τρόπο βάσει των κανόνων που υπάρχουν και συνήθως την τάδε ή τάδε γραμματική κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, είναι η ορολογία, οι λεκτικές επιλογές, η έκφραση, το ύφος και η ροή του κειμένου. Εδώ, η εμπειρία έχει δείξει ότι χωράει πολλή υποκειμενικότητα με ακραίο αποτέλεσμα τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις μεταφραστή-επιμελητή ή τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις μεταφραστή/επιμελητή-πελάτη.
Οι παράγοντες που υπεισέρχονται στην αξιολόγηση μιας μετάφρασης είναι πολλοί, κυρίως όμως προκύπτουν από ζητήματα προτίμησης ορολογίας και ύφους. Κάθε πελάτης μπορεί να έχει στο μυαλό του συγκεκριμένους όρους ή συγκεκριμένο ύφος που θέλει για το κείμενό του, γεγονός που ο/η μεταφραστής/τρια δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν δεν του/της το έχουν πει (π.χ. customer care αντί για customer service θέλει η τάδε εταιρεία). Αυτό μπορεί να έχει να κάνει και με το στόχο του κειμένου και το κοινό στο οποίο απευθύνεται . Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται ή για υλικό που αφορά την εταιρική οργάνωση ή τα προϊόντα/τις υπηρεσίες μιας εταιρείας. Σ’ αυτή την περίπτωση βοηθά πολύ να παρασχεθεί από τον πελάτη ένα γλωσσάρι ή υλικό αναφοράς, παλιά έντυπα ή/και η ιστοσελίδα της εταιρείας, ώστε να τηρηθεί η ήδη υπάρχουσα ορολογία, καθώς και να δοθούν οδηγίες για το ύφος, το στόχο, το αναγνωστικό κοινό, την εταιρική φιλοσοφία και γενικά το περιεχόμενο του έργου. Έτσι, το πρόβλημα μπορεί να αποφευχθεί. Ομοίως και στην περίπτωση που ζητούνται γλώσσες όπως τα αγγλικά, όπου μπορεί κανείς να χρειάζεται αγγλικά Βρετανίας ή αγγλικά ΗΠΑ. Αυτά είναι κάποια από τα πράγματα που πρέπει να διευκρινίζονται εξαρχής.
Ενίοτε, ο πελάτης δεν έχει σκεφτεί αυτές και άλλες σημαντικές παραμέτρους ή δεν γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κατά λέξη μετάφραση ή κρίνει μια μετάφραση με βάσει τις δικές του γνώσεις ή την αντίληψη για τις γνώσεις του όσον αφορά μια γλώσσα (κυρίως τα αγγλικά). Εδώ υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα δυσεπίλυτο. Χρειάζεται συζήτηση, ανάλυση, επεξήγηση. Αυτό το πρόβλημα προκύπτει συχνότερα σε περιπτώσεις όπου απαιτείται ελεύθερη ή δημιουργική μετάφραση (κείμενα διαφημιστικά, μάρκετινγκ, κ.λπ.), οπότε οι επιλογές έκφρασης και οι δυνατότητες ύφους είναι άπειρες. Το προσωπικό ύφους του/της μεταφραστή/τριας διαμορφώνει επίσης τη μετάφραση και είναι δύσκολο πολλές φορές να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες –λογικές και παράλογες, σωστές και λάθος- προσδοκίες του πελάτη. Τυχαίνει μάλιστα να έχει ολοκληρωθεί το έργο και να γίνονται συζητήσεις επί συζητήσεων και διαπραγματεύσεις και τεκμηριώσεις για τις ορθές/δόκιμες/ αποτελεσματικές μεταφραστικές αποδόσεις. Τυχαίνει, τέλος, σπανιότερα, οι συμβάσεις ανάθεσης έργου να περιλαμβάνουν στους όρους τους ζητήματα απόδοσης, ύφους κ.λπ. προσπαθώντας να προλάβουν τέτοιες διαφωνίες ή «λάθη».
Για τα «υποκειμενικά» ζητήματα, ύφους, κυρίως, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να συζητά διεξοδικά με τον πελάτη πριν την έναρξη του έργου για να αντιληφθεί το στόχο, το κοινό του κειμένου, τη φιλοσοφία της εταιρείας, το σκεπτικό του πελάτη, και να ζητά ταυτόχρονα υλικό αναφοράς, γλωσσάρια, κ.λπ. Δυστυχώς, η εμπιστοσύνη στον/στην επαγγελματία μεταφραστή/τρια είναι κάτι που φαίνεται πως θέλει δρόμο ακόμα για να κατακτηθεί. Στο μεταξύ, μια από τις προτεραιότητες των επαγγελματιών μεταφραστών πρέπει να είναι η «εκπαίδευση» των πελατών σχετικά με την επιστήμη και την πρακτική της μετάφρασης.
