Συνέντευξη με τη Μαριάννα Τσάτσου

Συνέντευξη με τη Μαριάννα Τσάτσου
Μεταφράστρια

marianna-tsatsou01

Μετέφρασες πρόσφατα τις Ερωτικές Επιστολές του Αϊνστάιν με τη μετέπειτα σύζυγό του, Μιλέβα Μάριτς. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι όλα χρειάζονται μία και μόνο στιγμή για να «δέσουν». Η αγάπη μου για το βιβλίο και τη λογοτεχνική μετάφραση δεν είχε ευοδωθεί πριν τις Επιστολές, τουλάχιστον όχι πέρα από το πλαίσιο των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μου σπουδών. Τότε συνειδητοποίησα ότι η μετάφραση ως δημιουργική έκφραση μού δημιουργούσε κάτι παραπάνω από ευχάριστα συναισθήματα, μάλλον κάτι σαν ευτυχείς κλυδωνισμούς. Ένα καλοκαιρινό πρωινό, λοιπόν, χτύπησε το τηλέφωνό μου· ήταν μία καλή συνεργάτιδα από τη Θεσσαλονίκη, η οποία μου πρότεινε αυτή τη συνεργασία με τις ανερχόμενες και πολλά υποσχόμενες για το εκλεκτικό αναγνωστικό κοινό εκδόσεις ΡΟΠΗ. Μερικές ημέρες αργότερα ξεκίνησε η συνεργασία μας για τη μετάφραση των Ερωτικών Επιστολών των Άλμπερτ Αϊνστάιν-Μιλέβα Μάριτς.

Μπορεί να διαβάσεις 10,11,12 φορές ή και παραπάνω το πόνημά σου, αλλά πάντα νιώθεις μετέωρος, ότι χρειάζεται μία ακόμα φορά…

Πώς θα αποτιμούσες την πρώτη εμπειρία σου με τη λογοτεχνική μετάφραση;

Κάθε προηγούμενη άσκηση, επαφή, δοκιμή κ.λπ. με τη λογοτεχνική μετάφραση ως σπουδάστρια είχε αρκετά κοινά σημεία επαφής με τις πραγματικές συνθήκες εργασίας, αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα σε καμία περίπτωση. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο μεταφράζει κανείς με κάθε προσδοκία να κρατήσει ελεύθερο το πνεύμα, κάτι που συμβαίνει και σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά δεν φτάνει πάντα σε μία και μοναδική τελική εκδοχή. Ως επαγγελματίας οφείλει κανείς να μεταφράζει, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού ότι αυτά που θα παραδώσει στον εκδότη και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη, θα μείνουν αμετάβλητα στις σελίδες του βιβλίου και δεν μπορούν να είναι καθόλου σχετικά.

Νιώθεις ότι έχεις την υποχρέωση να φερθείς έντιμα απέναντι στο πρωτότυπο και τον συγγραφέα του, αλλά και στο μετάφρασμα και τον αναγνώστη. Μπορεί να διαβάσεις 10,11,12 φορές ή και παραπάνω το πόνημά σου, αλλά πάντα νιώθεις μετέωρος, ότι χρειάζεται μία ακόμα φορά… Ο χρόνος που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτές τις αναγνώσεις του μεταφράσματος συμβάλλει στη βελτίωση των υφολογικών χαρακτηριστικών του. Εν προκειμένω, στόχος μου ήταν να κατανοήσω το ύφος των δύο εραστών και να προσπαθήσω να βρω τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα να το μεταφέρω στο αναγνωστικό κοινό, αποκρύπτοντας όσο γίνεται τη «μεσολάβησή» μου. Σε γενικές γραμμές, συνειδητοποίησα ότι ο μεταφραστής λογοτεχνικών έργων μαθαίνει να λειτουργεί ταυτόχρονα σε δύο ταχύτητες: η μία απαιτεί ελευθερία, δημιουργικότητα, ανάλαφρη σκέψη και η άλλη αυστηρότητα, την ικανότητα να περιορίζει κανείς τη δική του σκέψη και ερμηνεία, ώστε να επικρατεί η πρωτότυπη φωνή των γραφόντων.

Ποια ενδιαφέροντα και άγνωστα μέχρι πρότινος στοιχεία προκύπτουν για τη ζωή και την προσωπικότητα του Αϊνστάιν από τις Επιστολές;

Ο Α. Αϊνστάιν είναι μία φιγούρα παγκοσμίως γνωστή. Τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του και ακόμα μας απασχολεί η ζωή και το έργο του. Προσωπικά πίστευα ότι γνώριζα αρκετά πράγματα για εκείνον, προτού καταπιαστώ με τις Ερωτικές Επιστολές· συνειδητοποίησα, όμως, ότι στον κόσμο του Διαδικτύου «ταξιδεύουν» για εκείνον πληροφορίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει τα επιστημονικά του επιτεύγματα· στις Επιστολές, όμως, διαφαίνονται άλλες του πλευρές, πιο προσωπικές, που σε πολλά σημεία ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, πώς φερόταν άραγε ο Α.Α. ως ερωτευμένος νέος; Σαν σύζυγος δεν ήταν ιδανικός, για να το θέσω όσο πιο κομψά γίνεται. Σαν γιος, επίσης, ταλαιπωρούσε πολύ τους αστούς γονείς του με τη «μποέμ» ζωή του. Πολλές ήταν οι φορές που συγκρούστηκε με τους καθηγητές του, ενώ δεν δίσταζε να εκφράσει ανοιχτά τη διαφωνία του με δημοσιεύσεις συναδέλφων του, αδιαφορώντας για το κόστος που θα είχε κάτι τέτοιο στη σταδιοδρομία του.

Παρά την τόλμη που επεδείκνυε στα θέματα αυτά, δεν φάνηκε εξίσου θαρραλέος και με το ζήτημα της εγκυμοσύνης της Μ.Μ.. Εκείνη κυοφορούσε το πρώτο, εκτός γάμου, παιδί τους, τη Λίζερλ, ρισκάροντας σπουδές και υπόληψη, ενώ εκείνος αδιαφορούσε. Από τις Επιστολές μάθαμε για την ύπαρξή της, αν και δεν γνωρίζουμε τι απέγινε τελικά. Αν δεν είχαν βρεθεί σε κάποιο συρτάρι, θα είχε λησμονηθεί παντελώς η ύπαρξή της, αλλά και η επιλογή του Α.Α. να μην ριψοκινδυνέψει μία πιθανή θέση εργασίας στη Βέρνη για ένα νόθο τέκνο· είχε, άλλωστε, μείνει πολύ καιρό χωρίς καμία απολύτως πρόταση για εργασία. Πάντως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θεωρώ ότι έχει η λιγότερο γνωστή ζωή της Μ.Μ. Μπορεί να μην διαθέτουμε όλες τις επιστολές της, αφού ο Α.Α. πέταξε πολλές απ’ αυτές στον κάδο των αχρήστων, αλλά επρόκειτο για μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της ιστορίας (σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για τη Μιλέβα Μάριτς απ’ τις εκδόσεις ΡΟΠΗ, που ρίχνει φως σε μία ξεχασμένη πρωταγωνίστρια).

Πώς ήταν οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετώπισες στη μετάφραση; Ήταν περισσότερο πραγματολογικές ή υφολογικές;

Αν και η μετάφραση επιστολών είναι μία διαδικασία σχετικά απλή, όταν η αλληλογραφία ανταλλάσσεται μεταξύ δύο επιστημόνων και μάλιστα ερωτευμένων, τότε τα πράγματα περιπλέκονται. Από πραγματολογικής πλευράς, ιδιαίτερη προσοχή χρειάστηκε να δοθεί στη διαχείριση ονομάτων, υποκοριστικών, ακαδημαϊκών τίτλων και τοπωνυμίων, αφού συχνά έπρεπε ν’ αποφασιστεί αν θα μεταφραστούν ή θα μεταγραφούν. Η ορολογία φυσικής που περιέχεται στις επιστολές απαιτούσε, επίσης, πολλή μελέτη, ενώ διάχυτη ήταν και η διακειμενικότητα. Η σκέψη του Α.Α. ήταν τελείως άναρχη, μεταπηδώντας απ’ το ένα θέμα στο άλλο χωρίς μεταβατικά σημεία.

Από υφολογικής πλευράς, τα λογοπαίγνια που υπήρχαν στη γερμανική γλώσσα απαιτούσαν δημιουργική σκέψη για να μην «χαθούν στη μετάφραση». Τέλος, ο Α.Α. αποδεικνύεται ότι, αν και θετικός επιστήμονας, γινόταν ιδιαιτέρως λυρικός όταν ερωτευόταν. Έγραφε στιχάκια για την αγαπημένη του, τα οποία διέθεταν ρυθμό και ομοιοκατάληκτο στίχο. Ευτυχώς, η θεματολογία τους ήταν απλή και η διάθεση παιχνιδιάρικη, διευκολύνοντας κάπως τη μετάφρασή τους. Ένα ακόμα σημείο που χρειάστηκε ιδιαίτερη προσοχή κατά τη μετάφραση ήταν η μεταφορά του κλίματος οικειότητας μεταξύ των δύο συμφοιτητών που εντεινόταν σταδιακά, παράλληλα δηλαδή με την τρυφερότητα στη σχέση τους. Αυτό το κλιμακούμενο συναίσθημα έπρεπε να είναι, συνεπώς, εμφανές και στο μετάφρασμα.

Ποιες δυσκολίες παρουσιάζει τελικά η μετάφραση ενός έργου όπως αυτό που γράφτηκε σε μια τελείως διαφορετική ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα;

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο μεταφραστής οφείλει να μεταφέρει νοητά τη σκέψη του σε μία άλλη εποχή. Πρέπει, δηλαδή, να αποφύγει λέξεις ή εκφράσεις που προκύπτουν συνειρμικά, αλλά ανήκουν πιο πολύ στη σημερινή εποχή, να μετα-γράφει με τρόπο που να προσιδιάζει σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο. Ακόμα, οφείλει να μελετήσει τις ζωές των δύο επιστολογράφων και την εποχή τους. Στη συγκεκριμένη μετάφραση, τα ρούχα, οι προσταγές της τότε κοινωνίας, ο πληθυντικός ευγενείας που χρησιμοποιούταν μεταξύ συνομήλικων ή και γονιών-παιδιού, η απόδοση τοπωνυμίων και ανθρωπωνυμίων πιθανώς άγνωστων στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, με στόχο να διατηρείται η «χώρα προέλευσης» των συγγραφέων, αλλά να μην δημιουργείται σύγχυση στον αναγνώστη, ήταν μερικές μόνο από τις προκλήσεις που έπρεπε ν’ αντιμετωπιστούν. Ευτυχώς, αυτά τα προβλήματα επιλύονται όταν υπάρχει θέληση και επιμονή και όταν υπάρχουν άξιοι συνεργάτες για να δημιουργείται ένα «δίχτυ» ασφαλείας.